Ετυμολογία

επεξεργασία
Ιεχωβά (Καθαρεύουσα Ἰεχωβᾶ) < μία από τις μεταφορές στα ελληνικά (της φωνηεντισμένης απόδοσης γΙεΧωΒάΧ) του ιερού Τετραγράμματου, το οποίο σημαίνει "Εκείνος Κάνει να Γίνεται" ή "Αυτός που Υπάρχει" (ο Ων)

Το αρχαίο εβραϊκό ρήμα βρίσκεται στην έμμεση ενεργητική μη συντελεσμένη μορφή του κάτι που σημαίνει ότι " κάνει και θα κάνει ότι Αυτός θέλει " προκειμένου να φέρει τον σκοπό του σε πέρας.

  • Το προσωπικό όνομα του Θεού. (Ησ 42:8· 54:5) Παρά το ότι οι Γραφές αποδίδουν στον Ιεχωβά διάφορους περιγραφικούς τίτλους, όπως «Θεός», «Υπέρτατος Κύριος», «Δημιουργός», «Πατέρας», «ο Παντοδύναμος» και «ο Ύψιστος», τόσο η προσωπικότητά Του όσο και οι ιδιότητές Του—το ποιος είναι και το τι είναι—συγκεφαλαιώνονται απόλυτα σε αυτό το προσωπικό όνομα και εκφράζονται μόνο με αυτό.—Ψλ 83:18.

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ιεχωβά αρσενικό

  • μια από τις αποδόσεις του προσωπικού ονόματος του Θεού, όπως παρουσιάζεται στην Αγία Γραφή

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • Τετραγράμματο
  • Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ελευθερουδάκη, Εκδ. Οίκος Ελευθερουδάκης, 1964, Τόμ. 6ος, "Ιεχωβά"
  • Παναγιώτη Τρεμπέλα, Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, Εκδ. Η Ζωή, Αθήνα, 1959, σ. 166.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία