Ιεχοβά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Ιεχοβά < μία από τις απλοποιημένες μεταφορές στα ελληνικά (της φωνηεντισμένης απόδοσης γΙεΧωΒάΧ) του ιερού Τετραγράμματου, το οποίο σημαίνει "Εκείνος Κάνει να Γίνεται" ή "Αυτός που Υπάρχει" (ο Ων)
- επίσης, Ιεχωβά
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΙεχοβά αρσενικό
- μια από τις αποδόσεις του ονόματος του Θεού, όπως παρουσιάζεται στην Αγία Γραφή
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Τετραγράμματο
- Κωνσταντίνος Οικονόμος ο Εξ Οικονόμων, Περί των Ο' Ερμηνευτών της Παλαιάς Θείας Γραφής, 1846, Βιβλία Δ', σ. 242.