Γιεχωβά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Γιεχωβά < μία από τις μεταφορές στα ελληνικά (της φωνηεντισμένης απόδοσης γΙεΧωΒάΧ) του ιερού Τετραγράμματου, το οποίο σημαίνει "Εκείνος Κάνει να Γίνεται" ή "Αυτός που Υπάρχει" (ο Ων)
- επίσης, Ιεχωβά
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΓιεχωβά αρσενικό
- μια από τις φωνητικές αποδόσεις του ονόματος του Θεού, όπως παρουσιάζεται στην Αγία Γραφή
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Τετραγράμματο
- Ιερεμίου Φούντα, Μελέτη Παλαιάς Διαθήκης: Γένεσις, 1985, σ. 71.
- Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ελευθερουδάκη, Εκδ. Οίκος Ελευθερουδάκης, 1964, Τόμ. 6ος, "Ιαβέ"