Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ιεοβά < μία από τις μεταφορές στα ελληνικά (της φωνηεντισμένης απόδοσης γΙεΧωΒάΧ) του ιερού Τετραγράμματου, το οποίο σημαίνει "Εκείνος Κάνει να Γίνεται" ή "Αυτός που Υπάρχει" (ο Ων)
επίσης, Ιεχωβά

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ιεοβά αρσενικό

  • μια από τις αποδόσεις του ονόματος του Θεού, όπως παρουσιάζεται στην Αγία Γραφή

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία