Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ιδιωτική ετικέτα οι ιδιωτικές ετικέτες
      γενική της ιδιωτικής ετικέτας των ιδιωτικών ετικετών
    αιτιατική την ιδιωτική ετικέτα τις ιδιωτικές ετικέτες
     κλητική ιδιωτική ετικέτα ιδιωτικές ετικέτες
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιδιωτική ετικέτα < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική private label → δείτε τις λέξεις ιδιωτικός και ετικέτα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.ði.o.tiˈci e.tiˈce.ta/

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

ιδιωτική ετικέτα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία