ιδιοπροσωπία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ιδιοπροσωπία < ελληνιστική κοινή ἰδιοπροσωπία < ἰδιοπρόσωπος < αρχαία ελληνική ἴδιος + πρόσωπον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαιδιοπροσωπία θηλυκό
- (λόγιο) η ιδιαιτερότητα στην έκφραση του προσώπου κάποιου
- (λόγιο) (κατ’ επέκταση) η ιδιαιτερότητα, η ιδιαίτερη φυσιογνωμία ή χαρακτήρας
Μεταφράσεις
επεξεργασία ιδιοπροσωπία
|