ιγνυακός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ιγνυακός | η | ιγνυακή | το | ιγνυακό |
γενική | του | ιγνυακού | της | ιγνυακής | του | ιγνυακού |
αιτιατική | τον | ιγνυακό | την | ιγνυακή | το | ιγνυακό |
κλητική | ιγνυακέ | ιγνυακή | ιγνυακό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ιγνυακοί | οι | ιγνυακές | τα | ιγνυακά |
γενική | των | ιγνυακών | των | ιγνυακών | των | ιγνυακών |
αιτιατική | τους | ιγνυακούς | τις | ιγνυακές | τα | ιγνυακά |
κλητική | ιγνυακοί | ιγνυακές | ιγνυακά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ιγνυακός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαιγνυακός, -ή, -ό
- σχετικός με την ιγνύα