ιγνύα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ιγνύα | οι | ιγνύες |
γενική | της | ιγνύας | των | ιγνυών |
αιτιατική | την | ιγνύα | τις | ιγνύες |
κλητική | ιγνύα | ιγνύες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ιγνύα < αρχαία ελληνική ἰγνύα
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαιγνύα θηλυκό
- τινάζεται με το χάδι στην ιγνύα