Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ιατροσυνέδριο τα ιατροσυνέδρια
      γενική του ιατροσυνεδρίου
ιατροσυνέδριου
των ιατροσυνεδρίων
    αιτιατική το ιατροσυνέδριο τα ιατροσυνέδρια
     κλητική ιατροσυνέδριο ιατροσυνέδρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιατροσυνέδριο < ιατρ(ός) + -ο- + συνέδριο (μαρτυρείται από το 1833)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.a.tɾo.siˈne.ðɾi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ι‐α‐τρο‐συ‐νέ‐δρι‐ο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ιατροσυνέδριο ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις ιατρός και συνέδριο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
  2. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .