Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ιαπετικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ιαπετικ
ός
η
ιαπετικ
ή
το
ιαπετικ
ό
γενική
του
ιαπετικ
ού
της
ιαπετικ
ής
του
ιαπετικ
ού
αιτιατική
τον
ιαπετικ
ό
την
ιαπετικ
ή
το
ιαπετικ
ό
κλητική
ιαπετικ
έ
ιαπετικ
ή
ιαπετικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ιαπετικ
οί
οι
ιαπετικ
ές
τα
ιαπετικ
ά
γενική
των
ιαπετικ
ών
των
ιαπετικ
ών
των
ιαπετικ
ών
αιτιατική
τους
ιαπετικ
ούς
τις
ιαπετικ
ές
τα
ιαπετικ
ά
κλητική
ιαπετικ
οί
ιαπετικ
ές
ιαπετικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ιαπετικός
<
αρχαία ελληνική
Ἰαπετός
Επίθετο
επεξεργασία
ιαπετικός
ινδοευρωπαϊκός
Συγγενικά
επεξεργασία
Ιαπετός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ιαπετικός
γαλλικά
:
japétique
(fr)