ιακοψίτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ιακοψίτης αρσενικό
- (ορυκτολογία) ορυκτό που περιέχει οξείδιο του μαγγανίου και του σιδήρου
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Jacobsite στην αγγλική Βικιπαίδεια
ιακοψίτης αρσενικό