θωρακοπλαστική
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- θωρακοπλαστική < λόγιο ενδογενές δάνειο: thoracoplastie < αρχαία ελληνική θώραξ + πλάθω
Ουσιαστικό επεξεργασία
θωρακοπλαστική θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
θωρακοπλαστική
θωρακοπλαστική θηλυκό