→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / θυρσοφόρος τὸ θυρσοφόρον
      γενική τοῦ/τῆς θυρσοφόρου τοῦ θυρσοφόρου
      δοτική τῷ/τῇ θυρσοφόρ τῷ θυρσοφόρ
    αιτιατική τὸν/τὴν θυρσοφόρον τὸ θυρσοφόρον
     κλητική ! θυρσοφόρε θυρσοφόρον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ θυρσοφόροι τὰ θυρσοφόρ
      γενική τῶν θυρσοφόρων τῶν θυρσοφόρων
      δοτική τοῖς/ταῖς θυρσοφόροις τοῖς θυρσοφόροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς θυρσοφόρους τὰ θυρσοφόρ
     κλητική ! θυρσοφόροι θυρσοφόρ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ θυρσοφόρω τὼ θυρσοφόρω
      γεν-δοτ τοῖν θυρσοφόροιν τοῖν θυρσοφόροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θυρσοφόρος < θύρσ(ος) + -ο- + -φόρος

  Επίθετο

επεξεργασία

θυρσοφόρος, -ος, -ον