θυρεοτρόπος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θυρεοτρόπος < θυρεοειδοτρόπος
Επίθετο
επεξεργασίαθυρεοτρόπος
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις θυρεοειδής και τρόπος
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία θυρεοτρόπος
|