θεόφθογγος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | θεόφθογγος | τὸ | θεόφθογγον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | θεοφθόγγου | τοῦ | θεοφθόγγου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | θεοφθόγγῳ | τῷ | θεοφθόγγῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | θεόφθογγον | τὸ | θεόφθογγον | ||
κλητική ὦ! | θεόφθογγε | θεόφθογγον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | θεόφθογγοι | τὰ | θεόφθογγᾰ | ||
γενική | τῶν | θεοφθόγγων | τῶν | θεοφθόγγων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | θεοφθόγγοις | τοῖς | θεοφθόγγοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | θεοφθόγγους | τὰ | θεόφθογγᾰ | ||
κλητική ὦ! | θεόφθογγοι | θεόφθογγᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | θεοφθόγγω | τὼ | θεοφθόγγω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | θεοφθόγγοιν | τοῖν | θεοφθόγγοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- θεόφθογγος < θεό- + αρχαία ελληνική φθόγγ(ος) (ουσιαστικό) + -ος
Επίθετο
επεξεργασίαθεόφθογγος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)
- που τα λόγια του είναι εμπνευσμένα από το Θεό
- συνώνυμο του θεόφθεγκτος
Πηγές
επεξεργασία- θεόφθογγος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .