ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / θεόφθογγος τὸ θεόφθογγον
      γενική τοῦ/τῆς θεοφθόγγου τοῦ θεοφθόγγου
      δοτική τῷ/τῇ θεοφθόγγ τῷ θεοφθόγγ
    αιτιατική τὸν/τὴν θεόφθογγον τὸ θεόφθογγον
     κλητική ! θεόφθογγε θεόφθογγον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ θεόφθογγοι τὰ θεόφθογγ
      γενική τῶν θεοφθόγγων τῶν θεοφθόγγων
      δοτική τοῖς/ταῖς θεοφθόγγοις τοῖς θεοφθόγγοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς θεοφθόγγους τὰ θεόφθογγ
     κλητική ! θεόφθογγοι θεόφθογγ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ θεοφθόγγω τὼ θεοφθόγγω
      γεν-δοτ τοῖν θεοφθόγγοιν τοῖν θεοφθόγγοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θεόφθογγος < θεό- + αρχαία ελληνική φθόγγ(ος) (ουσιαστικό) + -ος

  Επίθετο

επεξεργασία

θεόφθογγος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)

  1. που τα λόγια του είναι εμπνευσμένα από το Θεό
  2. συνώνυμο του θεόφθεγκτος