Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θεότυφλος η θεότυφλη το θεότυφλο
      γενική του θεότυφλου της θεότυφλης του θεότυφλου
    αιτιατική τον θεότυφλο τη θεότυφλη το θεότυφλο
     κλητική θεότυφλε θεότυφλη θεότυφλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θεότυφλοι οι θεότυφλες τα θεότυφλα
      γενική των θεότυφλων των θεότυφλων των θεότυφλων
    αιτιατική τους θεότυφλους τις θεότυφλες τα θεότυφλα
     κλητική θεότυφλοι θεότυφλες θεότυφλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

θεότυφλος < θεό- + τυφλός

  Επίθετο επεξεργασία

θεότυφλος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία