↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θερμοπερατός η θερμοπερατή το θερμοπερατό
      γενική του θερμοπερατού της θερμοπερατής του θερμοπερατού
    αιτιατική τον θερμοπερατό τη θερμοπερατή το θερμοπερατό
     κλητική θερμοπερατέ θερμοπερατή θερμοπερατό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θερμοπερατοί οι θερμοπερατές τα θερμοπερατά
      γενική των θερμοπερατών των θερμοπερατών των θερμοπερατών
    αιτιατική τους θερμοπερατούς τις θερμοπερατές τα θερμοπερατά
     κλητική θερμοπερατοί θερμοπερατές θερμοπερατά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θερμοπερατός < θερμο- + περατός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /θeɾ.mo.pe.ɾaˈtos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θερ‐μο‐πε‐ρα‐τός

  Επίθετο

επεξεργασία

θερμοπερατός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • θερμοπερατός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)