Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θερμοβαρική βόμβα οι θερμοβαρικές βόμβες
      γενική της θερμοβαρικής βόμβας των θερμοβαρικών βομβών
    αιτιατική τη θερμοβαρική βόμβα τις θερμοβαρικές βόμβες
     κλητική θερμοβαρική βόμβα θερμοβαρικές βόμβες
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

θερμοβαρική βόμβα < θερμοβαρική + βόμβα, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική thermobaric bomb

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /θeɾ.mo.va.ɾiˈci ˈvoɱ.va/

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

θερμοβαρική βόμβα θηλυκό

  • (στρατιωτικός όρος, νεολογισμός) βόμβα που χρησιμοποιεί οξυγόνο από τον περιβάλλοντα αέρα, για να δημιουργήσει έκρηξη υψηλής θερμοκρασίας και τεράστιο ωστικό κύμα
    ※  (…) ο δήμαρχος της πόλης Οκτίρκα, Πάβλο Κουζμένκο, είπε ότι οι ρωσικές δυνάμεις εισβολής έριξαν θερμοβαρική βόμβα σε δεξαμενές πετρελαίου που εξερράγησαν. Η «μητέρα όλων των βομβών», όπως αποκαλείται, θεωρείται το πιο ισχυρό όπλο στη Γη, μια κλίμακα κάτω από τα πυρηνικά. H βόμβα αυτή περιέχει 44 τόνους TNT και όταν εκρήγνυται εξαφανίζει τα πάντα εντός της ζώνης έκρηξης, ισοπεδώνοντας κτίρια και προκαλώντας τεράστια ωστικά κύματα και δονήσεις και φυσικά τεράστιες θερμοκρασίες. (iefimerida.gr 28.2.2022)

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία