Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θερμιδομετρικός η θερμιδομετρική το θερμιδομετρικό
      γενική του θερμιδομετρικού της θερμιδομετρικής του θερμιδομετρικού
    αιτιατική τον θερμιδομετρικό τη θερμιδομετρική το θερμιδομετρικό
     κλητική θερμιδομετρικέ θερμιδομετρική θερμιδομετρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θερμιδομετρικοί οι θερμιδομετρικές τα θερμιδομετρικά
      γενική των θερμιδομετρικών των θερμιδομετρικών των θερμιδομετρικών
    αιτιατική τους θερμιδομετρικούς τις θερμιδομετρικές τα θερμιδομετρικά
     κλητική θερμιδομετρικοί θερμιδομετρικές θερμιδομετρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

θερμιδομετρικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

θερμιδομετρικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία