θερμιδομετρικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- θερμιδομετρικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
θερμιδομετρικός, -ή, -ό
- σχετικός με τη θερμιδομετρία
Μεταφράσεις επεξεργασία
θερμιδομετρικός
θερμιδομετρικός, -ή, -ό