Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.lɔ.ʁi.me.tʁik/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
calorimétrique calorimétriques

calorimétrique (fr) αρσενικό ή θηλυκό