θερμασιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | θερμασιά | οι | θερμασιές |
γενική | της | θερμασιάς | των | θερμασιών |
αιτιατική | τη | θερμασιά | τις | θερμασιές |
κλητική | θερμασιά | θερμασιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- θερμασιά < αρχαία ελληνική θερμᾰσία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθερμασιά θηλυκό
- (λαϊκότροπο, ιατρική) υψηλή θερμοκρασία, πυρετός
- ※ Σαν την είδε ο βόιβοντας, θερμασιές τον έπιασαν, ζάλες τον ακόλλησαν. (Από το καλαμπακιώτικο δημοτικό τραγούδι «Η μπεΐνα»)
- (λαϊκότροπο, ιατρική, παρωχημένο) ελονοσία