↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θερμασιά οι θερμασιές
      γενική της θερμασιάς των θερμασιών
    αιτιατική τη θερμασιά τις θερμασιές
     κλητική θερμασιά θερμασιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θερμασιά < αρχαία ελληνική θερμᾰσία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

θερμασιά θηλυκό

  1. (λαϊκότροπο, ιατρική) υψηλή θερμοκρασία, πυρετός
    ※  Σαν την είδε ο βόιβοντας, θερμασιές τον έπιασαν, ζάλες τον ακόλλησαν. (Από το καλαμπακιώτικο δημοτικό τραγούδι «Η μπεΐνα»)
  2. (λαϊκότροπο, ιατρική, παρωχημένο) ελονοσία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία