μπεΐνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπεΐνα | οι | μπεΐνες |
γενική | της | μπεΐνας | των | μπεϊνών |
αιτιατική | την | μπεΐνα | τις | μπεΐνες |
κλητική | μπεΐνα | μπεΐνες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμπεΐνα θηλυκό
- άλλη μορφή του μπέισσα
Μεταφράσεις
επεξεργασία μπεΐνα
→ δείτε τη λέξη μπέισσα |