→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βόιβοντας < μεσαιωνική ελληνική βοϊβόντας < σλαβικής προέλευσης войвода < πρωτοσλαβική *vojevoda < *voji (στρατός) +‎ *voditi (οδηγώ)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βόιβοντας αρσενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία