βοεβόδας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | βοεβόδας | οι | βοεβόδες |
γενική | του | βοεβόδα | των | βοεβόδων |
αιτιατική | τον | βοεβόδα | τους | βοεβόδες |
κλητική | βοεβόδα | βοεβόδες | ||
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βοεβόδας < μεσαιωνική ελληνική βοεβόδας / βεϊβόδας / βοϊβόδας / βόιβονδας / βοϊβόνδας / βοϊβόντας < σλαβικής προέλευσης войвода < πρωτοσλαβική *vojevoda < *voji (στρατός) + *voditi (οδηγώ) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβοεβόδας αρσενικό (θηλυκό: βοϊβοδίνα)
- (ιστορία) τίτλος διοικητή του βοεβοδάτου
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- βοεβόδας στη Βικιπαίδεια