θειάφισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈθça.fi.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θει‐ά‐φι‐σμα
Ουσιαστικό επεξεργασία
θειάφισμα ουδέτερο
Συγγενικά επεξεργασία
- θειαφιστήρι
- θείωση
- → και δείτε τη λέξη θειάφι
Μεταφράσεις επεξεργασία
θειάφισμα
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ θειάφισμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας