• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

θείωση

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Μεταφράσεις
    • 1.4 Αναφορές

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θείωση οι θειώσεις
      γενική της θείωσης* των θειώσεων
    αιτιατική τη θείωση τις θειώσεις
     κλητική θείωση θειώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, θειώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
θείωση < θείο(ν) + -ωση, (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική sulfurisation[1]

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈθi.o.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός : θεί‐ω‐ση

Ουσιαστικό

επεξεργασία

θείωση θηλυκό

  1. το θειάφισμα
  2. (χημεία) εμπλουτισμός μιας ουσίας με θείο ή με θειούχα ένωση

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    θείωση

Αναφορές

επεξεργασία
  1. ↑ θείωση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=θείωση&oldid=5476959"
Τελευταία επεξεργασία στις 30 Ιανουαρίου 2022, στις 12:07

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 30 Ιανουαρίου 2022, στις 12:07. Page was rendered with Parsoid.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας