θεηπόλος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θεηπόλος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική θεη- (θεο-) + -πόλος
Επίθετο
επεξεργασίαθεηπόλος, -ος, -ον
- (ελληνιστική κοινή) αυτός που υπηρετεί θεό ή θεούς, ο ιερέας
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη θεοπόλος
Πηγές
επεξεργασία- θεηπόλος, θεοπόλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.