θασίτικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
θασίτικος, -η, -ο
- που έχει σχέση με την Θάσο ή αναφέρεται σ’ αυτή
- Οι δυο εξαιρετικής τέχνης καρυάτιδες από θασίτικο μάρμαρο που αποκαλύφθηκαν μόλις το απόγευμα του Σαββάτου 6 Σεπτεμβρίου στο πλαίσιο της συνέχισης των ανασκαφικών εργασιών στην Αμφίπολη αναμφίβολα εντυπωσιάζουν. (*)
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη Θάσος
Μεταφράσεις επεξεργασία
θασίτικος
|