Θάσος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Θάσος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Θάσος
Κύριο όνομα
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Θάσος | ||
γενική | της | Θάσου | ||
αιτιατική | τη | Θάσο | ||
κλητική | Θάσε (Θάσο) | |||
Κατηγορία όπως «διχοτόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Θάσος θηλυκό, μόνο στον ενικό
- νησί του βορείου Αιγαίου Πελάγους
- (ελληνική μυθολογία) αδελφός του Κάδμου
Κύριο όνομα
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Θάσος | οι | Θάσοι |
γενική | του | Θάσου | των | Θάσων |
αιτιατική | τον | Θάσο | τους | Θάσους |
κλητική | Θάσο & Θάσε |
Θάσοι | ||
Κατηγορία όπως «καμαρότος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Θάσος αρσενικό