θαλασσαιμικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θαλασσαιμικός < θαλασσαιμία + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίαθαλασσαιμικός, -ή, -ό
- (ιατρική) που πάσχει από θαλασσαιμία
- θαλασσαιμικοί ασθενείς
Μεταφράσεις
επεξεργασία θαλασσαιμικός
|
θαλασσαιμικός, -ή, -ό
|