ηχοφοβικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ηχοφοβικός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαηχοφοβικός αρσενικό (ψυχολογία) άτομο που δεν αντέχει για ψυχολογικούς κυρίως λόγους τον ήχο
Επίθετο
επεξεργασίαηχοφοβικός αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο
- είδος που επιλέγει σταθερά (όχι περιστασιακά) ενδιαιτήματα σε μη θορυβώδεις περιοχές
- τα κοάλα είναι ηχοφοβικά ζώα και η επέκταση του αστικού ιστού τα περιορίζει στα προάστια των αυστραλιανών πόλεων
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ηχοφοβικός
|