κοάλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κοάλα < (άμεσο δάνειο) αγγλική koala < Darug gula
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κοάλα ουδέτερο άκλιτο
- (θηλαστικό ζώο) μαρσιποφόρο φυτοφάγο ζώο της Αυστραλίας (Φασκόλαρκτος ο στακτόχρους - Phascolarctos cinereus)
Δείτε επίσης επεξεργασία
- κοάλα στη Βικιπαίδεια