Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ηχοεντοπιστικός η ηχοεντοπιστική το ηχοεντοπιστικό
      γενική του ηχοεντοπιστικού της ηχοεντοπιστικής του ηχοεντοπιστικού
    αιτιατική τον ηχοεντοπιστικό την ηχοεντοπιστική το ηχοεντοπιστικό
     κλητική ηχοεντοπιστικέ ηχοεντοπιστική ηχοεντοπιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ηχοεντοπιστικοί οι ηχοεντοπιστικές τα ηχοεντοπιστικά
      γενική των ηχοεντοπιστικών των ηχοεντοπιστικών των ηχοεντοπιστικών
    αιτιατική τους ηχοεντοπιστικούς τις ηχοεντοπιστικές τα ηχοεντοπιστικά
     κλητική ηχοεντοπιστικοί ηχοεντοπιστικές ηχοεντοπιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ηχοεντοπιστικός < ηχοεντοπισ(μός) + -τικός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.xo.en.do.pi.stiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: η‐χο‐ε‐ντο‐πι‐στι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

ηχοεντοπιστικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr