ημιπαράφρων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ημιπαράφρων & ημιπαράφρονας |
η | ημιπαράφρων | το | ημιπαράφρον |
γενική | του | ημιπαράφρονος & ημιπαράφρονα |
της | ημιπαράφρονος | του | ημιπαράφρονος |
αιτιατική | τον | ημιπαράφρονα | την | ημιπαράφρονα | το | ημιπαράφρον |
κλητική | ημιπαράφρων & ημιπαράφρονα |
ημιπαράφρων | ημιπαράφρον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ημιπαράφρονες | οι | ημιπαράφρονες | τα | ημιπαράφρονα |
γενική | των | ημιπαραφρόνων | των | ημιπαραφρόνων | των | ημιπαραφρόνων |
αιτιατική | τους | ημιπαράφρονες | τις | ημιπαράφρονες | τα | ημιπαράφρονα |
κλητική | ημιπαράφρονες | ημιπαράφρονες | ημιπαράφρονα | |||
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. | ||||||
ομάδα '-ων-ονας', Κατηγορία όπως «μετριόφρων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαημιπαράφρων, -ων, -ον
- που οδεύει προς την πλήρη παραφροσύνη
Μεταφράσεις
επεξεργασία ημιπαράφρων
|