↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ημιμεταλλικός η ημιμεταλλική το ημιμεταλλικό
      γενική του ημιμεταλλικού της ημιμεταλλικής του ημιμεταλλικού
    αιτιατική τον ημιμεταλλικό την ημιμεταλλική το ημιμεταλλικό
     κλητική ημιμεταλλικέ ημιμεταλλική ημιμεταλλικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ημιμεταλλικοί οι ημιμεταλλικές τα ημιμεταλλικά
      γενική των ημιμεταλλικών των ημιμεταλλικών των ημιμεταλλικών
    αιτιατική τους ημιμεταλλικούς τις ημιμεταλλικές τα ημιμεταλλικά
     κλητική ημιμεταλλικοί ημιμεταλλικές ημιμεταλλικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ημιμεταλλικός < ημι- + μεταλλικός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.mi.me.ta.liˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: η‐μι‐με‐ταλ‐λι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

ημιμεταλλικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία