ημιμεταλλικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ημιμεταλλικός < ημι- + μεταλλικός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.mi.me.ta.liˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : η‐μι‐με‐ταλ‐λι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
ημιμεταλλικός, -ή, -ό
- (χημεία) που είναι κατά το ήμισυ μεταλλικός
Μεταφράσεις επεξεργασία
ημιμεταλλικός
|