Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ημιάγριος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ημιάγρι
ος
η
ημιάγρι
α
το
ημιάγρι
ο
γενική
του
ημιάγρι
ου
της
ημιάγρι
ας
του
ημιάγρι
ου
αιτιατική
τον
ημιάγρι
ο
την
ημιάγρι
α
το
ημιάγρι
ο
κλητική
ημιάγρι
ε
ημιάγρι
α
ημιάγρι
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ημιάγρι
οι
οι
ημιάγρι
ες
τα
ημιάγρι
α
γενική
των
ημιάγρι
ων
των
ημιάγρι
ων
των
ημιάγρι
ων
αιτιατική
τους
ημιάγρι
ους
τις
ημιάγρι
ες
τα
ημιάγρι
α
κλητική
ημιάγρι
οι
ημιάγρι
ες
ημιάγρι
α
ομάδα 'ωραίος'
,
Κατηγορία
όπως «
θαυμάσιος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ημιάγριος
<
ημι-
+
άγριος
Επίθετο
επεξεργασία
ημιάγριος, -α, -ο
που βρίσκεται σε σχεδόν
άγρια
κατάσταση, που αποφεύγει κάθε
σχέση
με τους
ανθρώπους
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ημιάγριος