Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ημιάγριος η ημιάγρια το ημιάγριο
      γενική του ημιάγριου της ημιάγριας του ημιάγριου
    αιτιατική τον ημιάγριο την ημιάγρια το ημιάγριο
     κλητική ημιάγριε ημιάγρια ημιάγριο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ημιάγριοι οι ημιάγριες τα ημιάγρια
      γενική των ημιάγριων των ημιάγριων των ημιάγριων
    αιτιατική τους ημιάγριους τις ημιάγριες τα ημιάγρια
     κλητική ημιάγριοι ημιάγριες ημιάγρια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ημιάγριος < ημι- + άγριος

  Επίθετο επεξεργασία

ημιάγριος, -α, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία