↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ημίσβεστος η ημίσβεστη το ημίσβεστο
      γενική του ημίσβεστου της ημίσβεστης του ημίσβεστου
    αιτιατική τον ημίσβεστο την ημίσβεστη το ημίσβεστο
     κλητική ημίσβεστε ημίσβεστη ημίσβεστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ημίσβεστοι οι ημίσβεστες τα ημίσβεστα
      γενική των ημίσβεστων των ημίσβεστων των ημίσβεστων
    αιτιατική τους ημίσβεστους τις ημίσβεστες τα ημίσβεστα
     κλητική ημίσβεστοι ημίσβεστες ημίσβεστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ημίσβεστος < ημί- + σβεστός (< σβέννυμι)[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /iˈmi.zve.stos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: η‐μί‐σβε‐στος

  Επίθετο

επεξεργασία

ημίσβεστος, -η, -ο

  • (λόγιο) ο μισοσβησμένος[2]
    ※  Τότε ωκεανός πολυτάραχος, αλλ' αχανής, τώρα λίμνη τεθολωμένη και νεκρά ύδατα. Τότε ήλιος διαλάμπων εν μέσω πορφυροχρόων νεφελών, τώρα λυχνία ημίσβεστος, αμυδράν εκπέμπουσα λάμψιν. Υπό την έποψιν ταύτην η κατάρτισις του Ελληνικού Βασιλείου υπήρξεν αληθής δολοφονία της μεγάλης εθνικής ιδέας.
    Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, Διάκος @greek-language.gr

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
  2. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
  • ημίσβεστος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)