ημίσβεστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /iˈmi.zve.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : η‐μί‐σβε‐στος
Επίθετο
επεξεργασίαημίσβεστος, -η, -ο
- (λόγιο) ο μισοσβησμένος[2]
- ※ Τότε ωκεανός πολυτάραχος, αλλ' αχανής, τώρα λίμνη τεθολωμένη και νεκρά ύδατα. Τότε ήλιος διαλάμπων εν μέσω πορφυροχρόων νεφελών, τώρα λυχνία ημίσβεστος, αμυδράν εκπέμπουσα λάμψιν. Υπό την έποψιν ταύτην η κατάρτισις του Ελληνικού Βασιλείου υπήρξεν αληθής δολοφονία της μεγάλης εθνικής ιδέας.
Μεταφράσεις
επεξεργασία ημίσβεστος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Πηγές
επεξεργασία- ημίσβεστος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)