Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ηλιουπολίτικος η ηλιουπολίτικη το ηλιουπολίτικο
      γενική του ηλιουπολίτικου της ηλιουπολίτικης του ηλιουπολίτικου
    αιτιατική τον ηλιουπολίτικο την ηλιουπολίτικη το ηλιουπολίτικο
     κλητική ηλιουπολίτικε ηλιουπολίτικη ηλιουπολίτικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ηλιουπολίτικοι οι ηλιουπολίτικες τα ηλιουπολίτικα
      γενική των ηλιουπολίτικων των ηλιουπολίτικων των ηλιουπολίτικων
    αιτιατική τους ηλιουπολίτικους τις ηλιουπολίτικες τα ηλιουπολίτικα
     κλητική ηλιουπολίτικοι ηλιουπολίτικες ηλιουπολίτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ηλιουπολίτικος < Ηλιουπολίτ(ης) + -ικος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.li.u.poˈli.ti.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: η‐λι‐ου‐πο‐λί‐τι‐κος

  Επίθετο επεξεργασία

ηλιουπολίτικος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία