ηλιουπολίτικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ηλιουπολίτικος < Ηλιουπολίτ(ης) + -ικος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.li.u.poˈli.ti.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : η‐λι‐ου‐πο‐λί‐τι‐κος
Επίθετο επεξεργασία
ηλιουπολίτικος, -η, -ο
- ο σχετικός με την Ηλιούπολη ή τους κατοίκους της
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ηλιουπολίτικος
|