ηλιοστεφής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ηλιοστεφής | η | ηλιοστεφής | το | ηλιοστεφές |
γενική | του | ηλιοστεφούς* | της | ηλιοστεφούς | του | ηλιοστεφούς |
αιτιατική | τον | ηλιοστεφή | την | ηλιοστεφή | το | ηλιοστεφές |
κλητική | ηλιοστεφή(ς) | ηλιοστεφής | ηλιοστεφές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ηλιοστεφείς | οι | ηλιοστεφείς | τα | ηλιοστεφή |
γενική | των | ηλιοστεφών | των | ηλιοστεφών | των | ηλιοστεφών |
αιτιατική | τους | ηλιοστεφείς | τις | ηλιοστεφείς | τα | ηλιοστεφή |
κλητική | ηλιοστεφείς | ηλιοστεφείς | ηλιοστεφή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαηλιοστεφής, -ής, -ές
- που έχει σαν στέμμα το ήλιο
- ηλιοστεφής Απόλλωνας
Μεταφράσεις
επεξεργασία ηλιοστεφής
|