ηλιαστήριο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ηλιαστήριο | τα | ηλιαστήρια |
γενική | του | ηλιαστήριου & ηλιαστηρίου |
των | ηλιαστήριων & ηλιαστηρίων |
αιτιατική | το | ηλιαστήριο | τα | ηλιαστήρια |
κλητική | ηλιαστήριο | ηλιαστήρια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ηλιαστήριο < ελληνιστική κοινή ἡλιαστήριον < αρχαία ελληνική ἥλιος
Ουσιαστικό επεξεργασία
ηλιαστήριο ουδέτερο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ηλιαστήριο
|