ηλεκτρώσμωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ηλεκτρώσμωση | οι | ηλεκτρωσμώσεις |
γενική | της | ηλεκτρώσμωσης* | των | ηλεκτρωσμώσεων |
αιτιατική | την | ηλεκτρώσμωση | τις | ηλεκτρωσμώσεις |
κλητική | ηλεκτρώσμωση | ηλεκτρωσμώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ηλεκτρωσμώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαηλεκτρώσμωση θηλυκό
- η δίοδος ιόντων ενός διαλύματος μέσα από πορώδη μεμβράνη υπό την επίδραση ενός ηλεκτρικού πεδίου
Μεταφράσεις
επεξεργασία ηλεκτρώσμωση