ηλεκτρόφωνο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαηλεκτρόφωνο ουδέτερο
- (παρωχημένο) ηλεκτρική συσκευή αναπαραγωγής ήχου από δίσκους βινυλίου όπως το πικάπ, το τζουκ μποξ
Μεταφράσεις
επεξεργασία ηλεκτρόφωνο
|
ηλεκτρόφωνο ουδέτερο
|