ηλεκτρομεταλλουργία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ηλεκτρομεταλλουργία < ηλεκτρο- + μεταλλουργία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαηλεκτρομεταλλουργία θηλυκό
- κλάδος της μεταλλουργίας που χρησιμοποιεί τον ηλεκτρισμό για την μετατροπή των μεταλλευμάτων, μετάλλων, κραμάτων, κ.α.
Μεταφράσεις
επεξεργασία ηλεκτρομεταλλουργία