ηδυλογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ηδυλογία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἡδυλογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.ði.loˈʝi.a/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαηδυλογία θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ηδυλογία
|
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)