ηδυγλωσσία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ηδυγλωσσία < ελληνιστική κοινή ἡδυγλωσσία < αρχαία ελληνική ἡδύγλωσσος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαηδυγλωσσία θηλυκό
- (λόγιο) το να είναι κάποιος ηδύγλωσσος, η ιδιότητα του ηδύγλωσσου
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ηδυγλωσσία
|