ηβικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ηβικός | η | ηβική | το | ηβικό |
γενική | του | ηβικού | της | ηβικής | του | ηβικού |
αιτιατική | τον | ηβικό | την | ηβική | το | ηβικό |
κλητική | ηβικέ | ηβική | ηβικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ηβικοί | οι | ηβικές | τα | ηβικά |
γενική | των | ηβικών | των | ηβικών | των | ηβικών |
αιτιατική | τους | ηβικούς | τις | ηβικές | τα | ηβικά |
κλητική | ηβικοί | ηβικές | ηβικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ηβικός < (ελληνιστική κοινή) ἡβικός < αρχαία ελληνική ἥβη
Επίθετο
επεξεργασίαηβικός, -ή, -ό