Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζώνωση οι ζωνώσεις
      γενική της ζώνωσης* των ζωνώσεων
    αιτιατική τη ζώνωση τις ζωνώσεις
     κλητική ζώνωση ζωνώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ζωνώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζώνωση < ζώνη + -ωση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική zonation ή (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική zoning[1] ή (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική zonage[1])

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ζώνωση θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 ζώνωσηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)