Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζωοφοβικός η ζωοφοβική το ζωοφοβικό
      γενική του ζωοφοβικού της ζωοφοβικής του ζωοφοβικού
    αιτιατική τον ζωοφοβικό τη ζωοφοβική το ζωοφοβικό
     κλητική ζωοφοβικέ ζωοφοβική ζωοφοβικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζωοφοβικοί οι ζωοφοβικές τα ζωοφοβικά
      γενική των ζωοφοβικών των ζωοφοβικών των ζωοφοβικών
    αιτιατική τους ζωοφοβικούς τις ζωοφοβικές τα ζωοφοβικά
     κλητική ζωοφοβικοί ζωοφοβικές ζωοφοβικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζωοφοβικός < ζωο- + φοβικός

  Επίθετο επεξεργασία

ζωοφοβικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία