ζωοτεχνικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ζωοτεχνικός < ζωοτεχνία
Επίθετο επεξεργασία
ζωοτεχνικός, -ή, -ό
- σχετικός με τη ζωοτεχνία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ζωοτεχνικός
Ουσιαστικό επεξεργασία
ζωοτεχνικός αρσενικό ή θηλυκό
- εμπειρογνώμονας ειδικευμένος στη ζωοτεχνία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ζωοτεχνικός