ζυγούρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ζυγούρι | τα | ζυγούρια |
γενική | του | ζυγουριού | των | ζυγουριών |
αιτιατική | το | ζυγούρι | τα | ζυγούρια |
κλητική | ζυγούρι | ζυγούρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ζυγούρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ζυγούριν < ζυγ(ός) (επίθετο) + -ούριν (-ούρι)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ziˈɣu.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζυ‐γού‐ρι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαζυγούρι ουδέτερο (θηλυκό ζυγούρα)
- (λαϊκότροπο, θηλαστικό ζώο) πρόβατο ηλικίας δύο ετών
Μεταφράσεις
επεξεργασία ζυγούρι
|
Πηγές
επεξεργασία- ζυγούρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .